- συνεπιδράξασθαι
- σύν-ἐπιδράσσομαιlay hold ofaor inf mpσύν-ἐπιδράσσομαιlay hold ofaor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιδράσσομαι — Μ πιάνω, αδράχνω μαζί με άλλον («τῶν αὐτῆς ἡνιῶν συνεπιδράξασθαι, Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδράσσομαι «πιάνω με τα χέρια»] … Dictionary of Greek